ΚΟΥΜΠΩΜΕΝΑ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ

Β. Καλά, κοίτα να κάνεις πάλι δέκα ώρες να κουμπωθείς, μ’ αυτό το πουκάμισο που διάλεξες να φορέσεις. Πώς σ’ αρέσει πάντα να ταλαιπωρείσαι! Μια ζωή ο ίδιος… Άντε, περνάει η ώρα! Τελείωνε καμιά φορά!

 

Α. Πάντα τέτοιες στιγμές βρίσκεις να με αγχώσεις. Το ξέρω πια καλά το ύπουλο και ηλίθιο παιχνίδι σου. Κάνεις τα πάντα για να με δυσκολέψεις ακόμα περισσότερο. Να με άφηνες μόνο μια στιγμή να κουμπώσω το πουκάμισό μου και τι στον κόσμο.

 

Β.(γελάει σαρκαστικά) Εντάξει, εντάξει, κάνε όπως θες, κοιτά μόνο να το κουμπώσεις ίσια γιατί αν το κουμπώσεις στραβά…

 

Α. Κόφ’ το.

 

Β. Όχι, δεν λέω… όμως, μετά… θα χρειαστείς το διπλάσιο χρόνο για να το διορθώσεις.

(συνεχίζει να γελάει) Μέχρι να το ξεκουμπώσεις και να το ξανακουμπώσεις θα έχει τελειώσει η γιορτή.

 

Α. Σε παρακαλώ, σταμάτα. Δεν με βοηθάς καθόλου έτσι και το ξέρεις.  

 

Β. Να σε ρωτήσω κάτι, θα βάλεις γραβάτα; Γιατί αν υποψιαστώ ότι θέλεις να κουμπώσεις και το κουμπί στο γιακά… καλυτέρα άστο, πάω για ύπνο.

 

Α. Επιτέλους θα σκάσεις; Και γραβάτα θα βάλω και παπιόν θα βάλω και ό,τι μου γουστάρει θα κάνω. Και δέκα ώρες να κάνω για να κουμπωθώ θα ντυθώ όπως θέλω. Και πάλι θα είμαι στην ώρα μου, όπως πάντα.

 

Β. Στην ώρα σου όπως πάντα, τελευταίος και καταϊδρωμένος. 

 

Α. Μπα! Σε νοιάζει η στιγμή της αφίξεώς μας; Εσένα; Μα γιατί; Εσένα δεν σε αφορούν οι προβολές στους άλλους. Πώς κι έτσι; Γιατί βιάζεσαι σήμερα τόσο πολύ;

 

Β. Δεν βιάζομαι καθόλου. Απλώς σε βλέπω εδώ και είκοσι λεπτά να παιδεύεσαι και μου έχουν σπάσει τα νεύρα. Έχεις ήδη ιδρώσει και μόνο ένα κουμπί στο μανίκι έχεις καταφέρει να κουμπώσεις. Πάλι ντους θες.

 

Α. Το βλέπεις πόσο δήθεν είσαι; Όχι, πες μου, το βλέπεις; Από τη μια προσποιείσαι τον άνετο και το χαλαρό κι από την άλλη μου μετράς τον χρόνο της προετοιμασίας μου σαν τον χειρότερο δυνάστη προπονητή που προετοιμάζει αθλητή για αγώνα. Επιτέλους, τόσα χρόνια και δεν εννοείς να καταλάβεις πως οι δικοί μου χρόνοι δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι με των άλλων. Δεν μπορείς να θεωρείς χαμένο τον χρόνο που χρειάζομαι για να ολοκληρώσω μια εργασία, όποια κι αν είναι αυτή. Επιτέλους, πότε θα με σεβαστείς;

 

Β. Ε, βέβαια, πάλι εγώ σου φταίω! Δεν γίνεται να μου χρεώνεις τα πάντα, τις αδυναμίες σου, τα κόμπλεξ σου, ακόμα κι αυτό το ίδιο το άγχος σου. Στο κάτω κάτω, εσύ επιλέγεις να παιδεύεσαι, δεν σου φταίει κανείς. Βλέπεις, ο κύριος Ζελής κρύβει πάντα καλά την ανασφάλειά του πίσω από κομπωμένα πουκάμισα. Έλα, έλα, κοντεύεις να κουμπώσεις το πρώτο σου κουμπί, την πρώτη σου ανασφάλεια, τον πρώτο σου φόβο. Έλα, και μετά το δεύτερο, το τρίτο… Μέχρι και το τελευταίο, ώσπου να πνιγείς και να σκάσεις πίσω από μια ψεύτικη βιτρίνα προβολής. Άλλη μια ψευδαίσθηση κοινωνικοποίησης.

 

Α. (φωνάζει με θυμό και ένταση) Έλεος! ένα γαμοπουκάμισο θέλω να βάλω… Γιατί δεν με χαλαρώνεις; Γιατί δεν με βοηθάς; Στέκεσαι πάντα απέναντί μου σαν ένα τεράστιο ρολόι. Κριτής της όποιας προσπάθειας και επιλογής μου. Τι θες από μένα πια; Άσε με ήσυχο, παράτα με!

 

Β. Ρολόι; Ναι, αλλά ρολόι-καθρέπτης που εσύ θέλεις μέσα του να κοιτάζεσαι. Γιατί δεν μου γυρνάς την πλάτη; Ε; γιατί; Να σου πω εγώ; Επειδή μόνο μέσα από εμένα μπορείς να δεις την εικόνα σου και να επιβεβαιωθείς.

 

Α. (σηκώνεται απότομα, βγάζει το πουκάμισο και το πετάει στο πάτωμα) Φτάνει πια, αρκετά! Ποιος σου δίνει το δικαίωμα να με κρίνεις σε κάθε μου κίνηση; Ένα πουκάμισο θέλω να βάλω και θα το βάλω που να με πάρει ο διάολος. (πάει στη ντουλάπα και βγάζει ένα ίδιο πουκάμισο, αλλά κουμπωμένο, και το φορά σαν μπλούζα).

 

Β. (γελάει πικρόχολα) Η εύκολη λύση. Πόσο γελοίος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος… πραγματικά αναρωτιέμαι! Σε εκλιπαρώ, εξήγησέ μου: Γιατί παιδεύεσαι τόση ώρα αφού έχεις ήδη έτοιμη την εύκολη λύση; Να σου πω εγώ γιατί;… Ε; θες;

 

Α. Αμ, δε θέλω! Αλλά έτσι κι αλλιώς εσύ θα μου πεις…

 

Β. Άκου λοιπόν: Σου αρέσει να ξεπερνάς τα εμπόδια και μάλιστα πολλές φορές τα προκαλείς εσύ ο ίδιος κι όσο πιο μεγάλος ο βαθμός δυσκολίας τόσο το καλύτερο. Νομίζεις πως έτσι αποδεικνύεις στους άλλους ότι όχι μόνο ανίκανος δεν είσαι, αλλά αντιθέτως γίνεσαι και αποτελεσματικός.

 

Α. Δεν είναι έτσι και το ξέρεις.

 

Β. Από την άλλη, όταν οι αντοχές σου εξαντλούνται, όταν ο χρόνος σου τελειώνει και λίγο πριν την τρέλα της ολικής πτώσης, τότε πάντα έχεις μια εύκολη λύση. Ένα καλό στήριγμα. Πάντα έχεις ένα καλά κρυμμένο κουμπωμένο πουκάμισο. Τον κύριο Ζελή ποτέ δεν θα τον δεις γυμνό. Έχει λύσεις για όλα. Γελοίε, έχεις γεμίσει τον τόπο με κουμπωμένα πουκάμισα, ευκολοφόρετα, η απόλυτη ασφάλεια του απόλυτα ανασφαλή ανθρώπου.

 

Α. Άκου, μονάκριβε κριτή μου, καλυτέρα ένα ήδη κουμπωμένο πουκάμισο παρά ένα πατσαβουριασμένο φούτερ. Στο κάτω κάτω κι εσύ δεν είσαι διαφορετικός. Η διαφορά μας είναι μόνο ότι εσύ φόρας πατσαβούρια, ενώ εγώ ένα καλά σιδερωμένο κουμπωμένο πουκάμισο. Με τον ίδιο τρόπο τα φοράμε και οι δυο, τη γύμνια μας να κρύψουμε, αλλά, κάλε μου, δυστυχώς, ο ένας έχει δει πολλές φορές γυμνό τον άλλον.

 

Β. Ακριβώς επειδή σ’ έχω δει γυμνό ξέρω πόσο ψεύτικος είσαι. Μόνο εγώ σε ξέρω πραγματικά. Και, πίστεψέ με, είναι φορές που με πιάνει το στομάχι μου, αηδιάζω, θέλω να ξεράσω βλέποντας την πραγματική σου εικόνα. Βρωμάς, βρωμάς φόβο. Κανένα αρωματικό, απ’ αυτά που συνηθίζεις να φοράς μέσα από τις περισπούδαστες απόψεις σου, δεν μπορεί να καλύψει την μπόχα που βγάζεις όταν φοβάσαι και τρέμεις.

 

Α. Ακριβώς αυτό. Για εσένα το έκανα. Κατέφυγα στην εύκολη λύση, για να μη σε πνίξω με την δυσάρεστη μυρωδιά της προσπάθειάς μου. Μα ούτε αυτό σ’ αρέσει. Με τίποτε δεν είσαι ευχαριστημένος. Πώς θα μπορούσες άλλωστε! Λες εμένα κομπλεξικό, συντηρητικό και φοβισμένο, από την στιγμή που εσύ ο ίδιος κρύβεις πολύ καλά τις ανασφάλειές σου πίσω από την αντιδραστικότητα σου. Τόση ώρα φώναζες πως δεν θα προλάβω να κουμπωθώ, πως οι επιλογές του ντυσίματός μου με παιδεύουν άδικα και τώρα που ολοκλήρωσα, έστω με αυτό τον τρόπο, το πρώτο στάδιο, πάλι εσύ μου την λες. Τελικά ποιος έχει το πρόβλημα; Εγώ ή εσύ;